πατριμόνιο

πατριμόνιο
πατριμόνιον, τὸ, ΝΜ
νεοελλ.
περιουσία που ανήκει στη Δυτική Εκκλησία
μσν.
1. έκταση γης που περιήλθε σε κάποιον από κληρονομιά
2. φρ. α) «πατριμόνιον τοῡ Ἁγίου Πέτρου» — η μορφοποίηση κατά τον μεσαίωνα τής ιδέας τού παπικού κράτους από τις εκτάσεις οι οποίες παραχωρούνταν στον παπικό θρόνο και αποτέλεσαν μια πρώτη μορφή εδαφικής κυριαρχίας του
β) «πατριμόνιον τοῡ Χριστοῡ» — διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά την οποία η εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patrimonium «πατρική περιουσία, κληρονομιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”